- φρύξις
- φρύξις, εως, ἡ,A burning, parched state, adustion, Sever.Clyst.22, Sch.Orib.iii p.687 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρύξεις — φρύξις burning fem nom/voc pl (attic epic) φρύξις burning fem nom/acc pl (attic) φρύ̱ξεις , φρύγω roast aor subj act 2nd sg (epic) φρύ̱ξεις , φρύγω roast fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύξιν — φρύξις burning fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύξη — η / φρῡξις, ύξεως, ΝΑ [φρύγω] φρυγμός, ψήσιμο, καβούρντισμα νεοελλ. (μεταλργ. χημ.) μεταλλουργική διεργασία που συνίσταται στη θέρμανση μιας ανόργανης χημικής ένωσης μετάλλου ή ενός μεταλλεύματος, με παρουσία ατμοσφαιρικού αέρα, και η οποία… … Dictionary of Greek